Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Οικονομική Κρίση: Η λήθη της Περιβαλλοντικής Κρίσης

Η παρούσα επιδείνωση της οικονομικής κρίσης έχει τόσο απασχολήσει – και βέβαια λογικό ήταν – τον νου των ανθρώπων, που έχει στην κυριολεξία εξαφανίσει το πρόβλημα της περιβαλλοντικής κρίσης από το πεδίο μέριμνάς τους. Όμως, όπως αιφνιδίασε η οικονομική κρίση τη σχετικά ευημερούσα Δύση, έτσι και πολύ χειρότερα θα την αιφνιδιάσει η περιβαλλοντική κρίση. Αυτό δεν αποτελεί μία καταστροφολογική άποψη, αλλά μία άποψη στηριγμένη στα γεγονότα. Αυτό όμως που δεν είναι γνωστό είναι ο ακριβής χρόνος που η κρισιμότητα των περιβαλλοντικών γεγονότων θα είναι ανατρεπτική όχι μόνον σε αυτόν τον τομέα ζωής, αλλά σε όλους ανεξαίρετα – συμπεριλαμβανομένου και του οικονομικού.
Τα προβλήματα της εποχής μας είναι πολλαπλά. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τα εξής:
1) Η οικονομική κρίση.
2) Η πολιτική κρίση.
3) Η γεωπολιτική κρίση.
4) Η πολιτισμική και η θρησκευτική κρίση.
5) Η περιβαλλοντική κρίση
Αυτές οι κρίσεις αλληλοενισχύονται και εμπλέκονται μεταξύ τους σε τρόπο ώστε στον προσεκτικό παρατηρητή να είναι ασαφές ποιο είναι το αρχικό αίτιο. Βέβαια, κατά την άποψή μας, σαν θεμέλιο όλων των επιμέρους αιτίων υφίσταται ο επιλεγμένος τρόπος αντίληψης του ανθρώπου που είναι κυρίαρχα ανταγωνιστικός και οριστικά κατευθυνόμενος σε μια εργαλειακή αντιμετώπιση του περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρώπινου.
1.- Η οικονομική κρίση
Αυτή η κρίση είναι σήμερα η πλέον γνωστή και απειλεί με την ισχύ της όλη την παγκόσμια ισορροπία καθώς και την ευημερία (υλική και θεσμική) των λαών της Δύσης – γιατί δεν είχαν όλοι οι λαοί ευημερία. Η κρίση αυτή έχει ήδη ανατρέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς τόσο σε επίπεδο διαδικασίας λήψης αποφάσεων προς αντιμετώπισή της όσο και στο περιεχόμενο των ίδιων των αποφάσεων που είναι φανερά κατευθυνόμενες στον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών. Επιπλέον η ίδια η εφαρμογή τέτοιων δυσμενών αποφάσεων απαιτεί την κατασταλτική δράση των κρατικών οργάνων ενάντια σε κάθε διαμαρτυρία. Έτσι η δημοκρατία και η ελευθερία της πλήττονται πλέον καίρια και ίσως ανεπίστρεπτα.
Αντί όμως να θεωρήσουμε πως η οικονομική κρίση είναι η αιτία γι’ αυτή την πολιτική υποβάθμιση, θα ήταν σοφότερο να διακρίνουμε τα αίτια της κρίσης αυτής, γιατί η ίδια η οικονομική κρίση δεν προέκυψε ξαφνικά και μόνη της.
Πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό δύο παραδοχές:
(α) πως ο άνθρωπος θεωρεί κρίση ο,τιδήποτε, μόνον όταν αυτό τον πιέζει με τα δυσμενή αποτελέσματά του, όπως τον περιορισμό των μισθών και την ανεργία, και όχι όταν δεν υπάρχουν ακόμη χειροπιαστά αποτελέσματα, αλλά απλώς μια δυσαρμονία με το σύνολο του κόσμου (ανθρωπότητας και περιβάλλοντος) και με τον εαυτό του.
Για παράδειγμα η σχέση του πυρετού των χρηματιστηρίων με την υγεία της οικονομίας λίγο ενδιέφερε αυτούς τους μικρούς παίκτες που κέρδιζαν και για όσο κέρδιζαν. Ο αμερικανικός λαός λίγο ενδιαφέρεται για το πόσο υγιές είναι το ότι εκδίδουν αφειδώς χρήμα και δεν κατανοεί πως η αποφυγή των δυσμενών αποτελεσμάτων αυτού του γεγονότος οφείλεται στο ότι το δολλάριο ως παγκόσμιο νόμισμα κυκλοφορεί σε όλες τις χώρες και έτσι ο πληθωρισμός δεν πλήττει άμεσα τις ΗΠΑ ως κίνδυνος κατανεμόμενος παγκόσμια. Ο γερμανικός λαός δεν κατανοεί τα οφέλη που είχε η οικονομία του από τις εξαγωγές στις άλλες χώρες ούτε τη συμπεριφορά των ελίτ μέσα στη χώρα του. Ίσως και μετά την κρίση θα εξακολουθούν να το αγνοούν. Ομοίως και ο ελληνικός λαός, όταν επιδιδόταν σε εκλογή πολιτικών με κριτήριο τους διορισμούς, δεν ενδιαφερόταν για το πόση διόγκωση θα άντεχε το δημόσιο ούτε για το ότι αυτό ήταν μια πράξη βίας ενάντια σε εκείνους που ίσως άξιζαν περισσότερο, αλλά δεν είχαν την πολιτική πρόσβαση. Ούτε κανείς σε καμμία χώρα (πλην ατομικών εξαιρέσεων) ενδιαφερόταν ή μάθαινε για την με νόμους επιβαλλόμενη ασυδοσία της αγοράς. Τα παραδείγματα μπορεί να είναι άπειρα και μόνον ενδεικτικά τα αναφέρουμε.
Όμως όσες δικαιολογίες και να υπάρχουν για αυτές τις συμπεριφορές, εξακολουθούν να είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα που βρίσκεται στη βάση της οικονομικής διάρθρωσης και λειτουργίας.
Το ζήτημα λοιπόν εδώ είναι ότι υπήρχε ως θεμέλιο μία πολιτισμική-ανθρωπολογική κρίση ανευθυνότητας που υπέσκαψε τους πολιτικούς θεσμούς της δημοκρατίας και στο τέλος την οικονομική ισορροπία, μια και η οικονομία είναι το πρακτικό πεδίο δοκιμασίας των θεσμών και του πολιτισμού.
(β) πως ως ξεπέρασμα της κρίσης θεωρεί την επάνοδο στην προηγούμενη κατάσταση υλικής ευημερίας και
(γ) πως λίγο ενδιαφέρεται για την πνευματική του ολοκλήρωση και ανεξαρτησία, θεωρώντας αυτά ως μία ανώφελη «φούσκα», ένα ψεύτικο όνειρο, ή μία απάτη επιβαλλόμενη από τις εκάστοτε εξουσίες, για να αποτρέψουν την προσοχή του από τα καθημερινά πρακτικά προβλήματα.
Όμως, όταν αυτά λείπουν, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μόνον μια περιοδική αύξηση και μείωση της υλικής ευημερίας μέχρι την οριστική πτώση. Στο μη ομολογημένο βάθος του ο άνθρωπος ελπίζει ότι η κάθε κρίση θα εκραγεί στα χέρια των επόμενων γενεών.
2.-Η πολιτική κρίση
Αυτή άρχισε εκ νέου σχεδόν αμέσως μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος αντί να αποτελέσει μία οριστική κάθαρση, στο τέλος έδειξε τη ματαιότητα της ανθρωπότητας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ξέχασαν πως ο πόλεμος αυτός κερδήθηκε από όλους μαζί (ακόμη και η μικρή Ελλάδα έπαιξε σημαντικό και αναγκαίο ρόλο) και επιδόθηκαν σε έναν αγώνα να εξαργυρώσουν με επιρροές ισχύος και οικονομικά κέρδη τα οφέλη και το ηθικό κύρος που απέκτησαν από τον πόλεμο αυτό.
Ήδη αυτό ήταν μια εκτροπή από τη δημοκρατία, αν υποτεθεί ότι βασικά στοιχεία της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ισονομία. Επίσης δεν διενοούντο πως μία δημοκρατική και ελεύθερη χώρα δεν μπορεί να μην αναγνωρίζει την ελευθερία στις άλλες χώρες. Δεν μπορεί μεν να την επιβάλλει, όμως δεν πρέπει να την παρεμποδίζει, αλλοιώς η δημοκρατία υπονομεύεται από την αρχή της, γινόμενη ένα προνόμιο μόνον για λίγους ή μόνον για ορισμένες παγκόσμιες ομάδες. Βέβαια το σοσιαλιστικό μπλοκ δεν είχε μεν ιδιαίτερη ιδεολογική σχέση με την ελευθερία, παρά μόνον ως κάτι μελλοντικό, αλλά ούτε με την ισονομία και την υλική και ψυχολογική ευημερία του ανθρώπου είχε τελικά σχέση.
Καμμία τελικά εξουσία δεν μπορούσε να παραδεχθεί πως η ελευθερία απαιτεί αυξημένη ωριμότητα και ευθύνη των λαών και όλες επιθυμούσαν μια παραμένουσα ανωριμότητα δικαιολογούσα τον έλεγχο από μέρους των ελίτ εξουσίας. Η δύναμη πάντοτε συγκαλύπτει την ανωριμότητα και την αντικοινωνικότητα του φορέα της και έτσι οι ελίτ συχνά κρίνουν δυσμενώς τους λαούς για χαρακτηριστικά που οι ίδιες διαθέτουν κατά κόρον, αλλά κρύβονται κάτω από τη δύναμη. Πρέπει όμως να το πάρουμε απόφαση: πως η ωριμότητα και η δύναμη είναι διαφορετικά πράγματα. Η ωριμότητα αφορά τη συνείδηση και δεν αφαιρείται, η δύναμη όμως μπορεί να είναι -και συνήθως είναι- αποτέλεσμα ανωριμότητας.
Οι λαοί επέδειξαν εξαιρετική αδράνεια, επαφιέμενοι παθητικά στις αποφάσεις των ελίτ εξουσίας, πράγμα που ήταν πλήγμα για τη δημοκρατία, η οποία έχει ανάγκη από ενεργούς πολίτες, όχι μόνον στην κριτική, αλλά κυρίως στο ενδιαφέρον τους για τα πολιτικά δρώμενα.
Στον ίδιο τον ΟΗΕ η Γενική Συνέλευση υποβαθμίστηκε και το Συμβούλιο Ασφαλείας έγινε σχεδόν το αποκλειστικό επίκεντρο. Έτσι ο ΟΗΕ έχασε το παγκόσμιο κύρος του, παρόλο που αυτό άργησε να γίνει τέλεια ορατό, και αυτός ο πολύ αναγκαίος θεσμός έγινε θέατρο εμπόλεμων επιχειρήσεων χωρίς όπλα. Βέβαια η ευθύνη βαρύνει πολύ περισσότερο τις μεγάλες δυνάμεις που θα έπρεπε -ιδεατά μιλώντας- να λογοδοτήσουν στην Ιστορία για την ηθική ανεπάρκειά τους και την πρόκληση της σημερινής κρίσης που θα είναι ενδεχόμενα πολύ καταστροφική.
3.-Η γεωπολιτική κρίση
Εν συντομία να πούμε πως όλα αυτά τα προβλήματα δεν μπορούσαν παρά να προξενήσουν μία παγκόσμια γεωπολιτική κρίση που όλο και επιδεινώνεται, επαυξάνει με τη σειρά της τις υπόλοιπες τομεακές κρίσεις και τροφοδοτείται από πολλούς παίκτες και οι επιμέρους αφορμές μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύπλοκες. Η κρίση αυτή μπορεί να ξεσπάσει με απροσδόκητο τρόπο και ίσως να μην εξαιρεθεί ούτε η ίδια η Δύση.
Υπάρχουν διάσπαρτες εύφλεκτες περιοχές παντού και ίσως και άλλες περιοχές που διαφεύγουν της προσοχής ακόμη και των ειδημόνων, μια και ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αστάθμητος και όχι πάντοτε χειραγωγήσιμος. Η Μέση Ανατολή είναι περιοχή με εκρηκτικά προβλήματα, τα Βαλκάνια ομοίως, η Άπω Ανατολή έχει πλήθος προβλημάτων και όχι μόνον με τη Δύση, ο Αρκτικός Κύκλος έχει γίνει θέατρο, στρατηγικών ακόμη, συγκρούσεων ανάμεσα στις χώρες που διεκδικούν τα κοιτάσματα που κρύβει και είναι στην πλειονότητά τους δυτικές, η Ανταρκτική χάνει τους πάγους της σταδιακά και, αν και είναι περιοχή που σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο δεν ανήκει σε κανέναν, ωστόσο είναι σίγουρο πως, αν γίνει επαρκώς προσιτή με το λυώσιμο των πάγων της, όλοι θα σπεύσουν να την κατακτήσουν για αποκλειστικό όφελός τους, και η Ρωσσία ρέπει σε ολοκληρωτισμό.
Ο μέσος άνθρωπος δεν θέλει να ξέρει, για να μπορεί να ζει στην αυταπάτη του, την οποία αποτελεί ρεαλισμό και πρακτικότητα.
Το πρόβλημα όμως για τη συνείδηση δεν είναι τόσο το να διακριβωθούν τα στρατηγικά αίτια (που είναι χρήσιμα κυρίως για την άμεση στρατιωτική, κοινωνική και πολιτική ετοιμότητα), αλλά το γεγονός ότι η ανθρωπότητα (με εξέχουσες τις ελίτ εξουσίας ως μέρος της ανθρωπότητας που διαχειρίζεται μείζονα δύναμη) δεν μπόρεσε να αποφασίσει να ζητήσει έναν σχεδιασμό της ζωής επωφελή για το σύνολο, με συνδυασμό ελευθερίας και πρόνοιας.
4.-Η πολιτισμική και θρησκευτική κρίση
Πέραν του ότι η ίδια η Δύση θέλοντας να ελέγξει τους λαούς υπέθαλψε συχνά τα φονταμενταλιστικά καθεστώτα όπως στις μουσουλμανικές χώρες, διέπραξε δια παραλείψεως και ένα άλλο ατόπημα. Αντί να δώσει σημασία στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τη θρησκευτική αυθεντία (όχι από τη θρησκευτικότητα), τον υποδούλωσε σε μία οικονομιστική αντίληψη της ζωής (πράγμα που αποτέλεσε τη νέα «θρησκεία»). Αυτό παροδικά ήταν ωφέλιμο, γιατί αποσύνδεσε τον άνθρωπο από αυτή την αυθεντία, χωρίς όμως να εξομαλύνει αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο της υποταγής και της αγριότητας. Μακροπρόθεσμα ίσως αποδειχθεί πως με την οικονομική στενότητα και δυστυχία ο άνθρωπος θα καταφύγει πάλι στον φονταμενταλισμό με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ωστόσο πρέπει να ομολογήσουμε πως χωρίς την οικονομία δεν φαινόταν δυνατόν να μπορέσει ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον τοπικισμό και την άγνοια του υπόλοιπου κόσμου. Οι θετικές εξελίξεις πρέπει να γίνονται αντιληπτές, αλλά αυτές δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν την όλη κατάσταση θετική, γιατί παράλληλα με τα θετικά καλλιεργούνται αρνητικά στοιχεία με ίσως περισσότερο βαρύνουσα σημασία. Η Δύση (κυρίως η Ευρώπη) παρουσίαζε τα εχέγγυα για μια ορθή χρήση της δύναμης, αλλά δυστυχώς αποδείχθηκε σαν εκείνο το σπίτι που καθαρίστηκε από το ένα δαιμόνιο και τελικά καταλήφθηκε από επτά δαιμόνια!
Οι άνθρωποι από το άλλο μέρος δεν μπορούν να κατανοήσουν πόσο ευάλωτο είναι το ψυχολογικό και πολιτισμικό οικοδόμημα από τις εξωτερικές συνθήκες, γιατί δεν υπάρχει ευστάθεια συνείδησης που να μπορεί να το υποστηρίξει. Αυτό και πάλι θα τους αιφνιδιάσει, όπως τους αιφνιδιάζουν και οι αγριότητες στη διάρκεια των πολέμων. Η υλική ευημερία απομακρύνει την ανάγκη και έτσι καθιστά μη αναγκαίες τις αντικοινωνικές συμπεριφορές, όμως η απουσία της ευημερίας τις ενεργοποιεί και πάλι. Επιπλέον δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το εσωτερικό υπόβαθρο, δίνοντας αποκλειστικό βάρος στο φαίνεσθαι.
Αυτά φυσικά, για όσους έχουν αδημονία μπροστά στα γεγονότα ή για εκείνους που δεν θέλουν να σκεφθούν και να χάσουν έτσι την ησυχία τους, φαίνονται παραπλανητικές θεωρίες, ανοησίες και απραξία. Αν όμως δεν μπορεί κανείς να διακρίνει σε κάθε περίπτωση αυτό που είναι πραγματικά παραπλανητικό – και παραπλάνηση υπάρχει και στη δήθεν πραξιακότητα – δεν έχει παρά να περιμένει την απόδειξη αυτής της δήθεν πραξιακότητας, δηλαδή τις εξελίξεις μέσα στον σύγχρονο κόσμο που έδωσε αποκλειστική σημασία στο χειροπιαστό και όχι στην «όμορφη» θεωρία.
5.-Η περιβαλλοντική κρίση
Αυτή είναι η πιο καταστροφική κρίση του σύγχρονου κόσμου και απλώς η ανθρώπινη ανευθυνότητα την υποβαθμίζει με την ελπίδα ότι θα «σκάσει» στα χέρια των επόμενων γενεών. Γενικά μιλώντας, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών είναι αποξενωμένοι από το φυσικό περιβάλλον και οι κάτοικοι της υπαίθρου δεν γνωρίζουν κατ’ ανάγκην επαρκώς τα περιβαλλοντικά προβλήματα, μια και αντιμετωπίζουν τη φύση εργαλειακά και για άμεσο όφελος. Πολύ δε περισσότερο αδιαφορούν για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, νομίζοντας πως αυτά αφορούν άλλους.
Αυτή λοιπόν η κρίση εξαπλώνεται σε και από πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας[i] και μπορούμε για λόγους ευκολίας να τη διακρίνουμε σε:
(α) υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, η οποία περιλαμβάνει τόσο την υποβάθμιση των εδαφών, των υδάτων και της ατμόσφαιρας όσο και την καταστροφή της βιοποικιλότητας και των λοιπών φυσικών πόρων, όπως π.χ. των δασών.
(β) κλιματική αλλαγή, την οποία η πλειοψηφία των επιστημόνων αποδίδει σε ανθρωπογενή αίτια, δηλαδή σε δράσεις του ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι ένα πρόβλημα για το οποίο θα έπρεπε να ληφθούν παγκόσμια μέτρα – και φυσικά ακόμη περισσότερο που τα αίτιά της είναι ανθρωπογενή.
Αυτές οι δύο δυσλειτουργίες αλληλοενισχύονται και καθιστούν ακόμη πιο περίπλοκο το πρόβλημα. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ορισμένα βασικά προβλήματα.
Η υποβάθμιση του εδάφους έχει σαν αποτέλεσμα και την υποβάθμιση των φυτικών ειδών, η οποία επηρεάζει και πάλι αρνητικά την ποιότητα του εδάφους. Η υποβάθμιση των εδαφών αυξάνεται παγκόσμια σύμφωνα με μια μελέτη του FAO του 2008 μετά από μελέτη που κράτησε περίπου 20 χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν περισσότερο από το 20% του συνόλου των καλλιεργήσιμων εδαφών, το 30% των δασών και το 10% των χορτολιβαδικών γαιών (Grasslands) υφίστανται υποβάθμιση. Το αποτέλεσμα είναι μειωμένη παραγωγή, μετανάστευση, τροφική ανασφάλεια, καταστροφή των βασικών πηγών και οικοσυστημάτων και απώλεια της βιοποικιλότητας.
Επίσης αυτή η υποβάθμιση έχει επιφέρει σοβαρές επιπλοκές στην προσπάθεια ελέγχου της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής, καθώς η απώλεια της βιομάζας και του οργανικού υλικού του εδάφους απελευθερώνει διοξείδιο στην ατμόσφαιρα (συμβάλλοντας στην κλιματική αλλαγή) και προσβάλλει την ποιότητα του εδάφους και τη δυνατότητά του να συγκρατεί υγρασία και θρεπτικά στοιχεία. Η υποβάθμιση οφείλεται σε κακή διαχείριση της γης. Η υποβάθμιση αυτή έχει εξαπλωθεί και σε νέες περιοχές μετά από το 1991[ii]. Οι λιπάνσεις, οι ζιζανιοκτονίες, οι ψεκασμοί, οι μονοκαλλιέργειες και οι εν γένει εντατικές καλλιέργειες επιβαρύνουν και φτωχαίνουν το περιβάλλον και το υπέδαφος, αν και συχνά είναι αναγκαία. Αν λάβουμε υπόψη μας και τον κίνδυνο από τα μεταλλαγμένα που επιχειρείται να επιβληθούν, αλλά που μπορούν να μολύνουν τις υπόλοιπες κανονικές καλλιέργειες και με απρόβλεπτες συνέπειες για τη βιοποικιλότητα και την υγεία, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως ο κόσμος βρίσκεται μπροστά σε μια μείζονα και μάλλον οριστική κρίση.
Ακόμη και ο τρόπος μηχανικής καλλιέργειας μπορεί να υποβαθμίσει το περιβάλλον, όπως η βαθιά και επανειλημμένη άροση του εδάφους που καταστρέφει τους οργανισμούς που το διατηρούν υγιές και ζωντανό και προκαλούν τη λύση του (καταστροφή της συνοχής του).
Και όπως λέει ο Zacque Diouf, Διευθυντής του Οργανισμού Τροφής και Γεωργίας των ΗΕ προειδοποίησε ότι τα προβλήματα της υποβάθμισης του εδάφους και των φυσικών πόρων θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την τροφή και τόνισε πως το έδαφος δεν είναι ανανεώσιμος πόρος και αναγεννάται δύσκολα και αργά[iii].
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έκανε προσιτά σε κάθε μέρος προϊόντα από όλον τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα αυξήθηκαν δραματικά οι μεταφορές με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται το περιβάλλον, καθώς και το κόστος των προϊόντων.
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα οικοσυστήματα, πχ. οι ορεινές περιοχές χάνουν τα οικοσυστήματά τους, γιατί αυτά είναι προσαρμοσμένα σε ψυχρότερα κλίματα, και σε αυτές μετοικούν είδη κατάλληλα για θερμότερες περιοχές, έτσι έχουμε απώλεια ειδών και δραματικές αλλαγές στην κατανομή των υπολοίπων[iv].
Μέσα στα περιβαλλοντικά προβλήματα περιλαμβάνεται και το θεμελιώδες πρόβλημα του νερού. Σήμερα υπάρχουν σημαντικές ποσοτικές και ποιοτικές ελλείψεις νερού, με αποτέλεσμα την μειωμένη παραγωγή τροφής, αλλά και την προσβολή της υγείας λόγω της κακής ποιότητάς του. Μία από τις προτεινόμενες λύσεις ήταν η ιδιωτικοποίηση του νερού, ακόμη και σε πτωχές χώρες, πράγμα όμως που συναντά πολλές αντιδράσεις, γιατί εμπορευματοποιεί έναν φυσικό πόρο που κανονικά θα έπρεπε να θεωρείται, όπως μέχρι τώρα, δημόσιος ως απόλυτα αναγκαίος για την επιβίωση του ανθρώπου. Οι κίνδυνοι από μια τέτοια εμπορευματοποίηση είναι πολλοί και μεγάλοι, αλλά αυτό θα χρειαζόταν μία μεγάλη ανάλυση. Το ότι το συνολικό υδάτινο απόθεμα του πλανήτη μπορεί να παραμένει το ίδιο δεν αποτελεί ούτε απάντηση ούτε λύση, γιατί τα υδάτινα αποθέματα είναι αναγκαία σε συγκεκριμένες μορφές, χρόνους και τόπους όπως ήταν μέχρι τώρα και βάσει των οποίων χτίστηκαν οι δομές των κοινωνιών.
Οι ωκεανοί καταστρέφονται υφιστάμενοι οξείδωση, δηλαδή αλλαγή της χημικής σύστασής τους λόγω ποικίλης ρύπανσης. Εκτός αυτού λόγω της κλιματικής αλλαγής απελευθερώνεται με εξαιρετικά έντονο και μη αναμενόμενο ρυθμό το εγκλωβισμένο σε αυτούς μεθάνιο που έχει 20πλάσια αρνητική επιρροή στο κλίμα από ό,τι το διοξείδιο του άνθρακα[v].
Η πυρηνική ενέργεια αποδείχθηκε μη ασφαλής και μπορεί μόνη της να θέσει εκτός βιωσιμότητας όλο τον πλανήτη, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα το ατύχημα της Φουκουσίμα.
Τα κάθε είδους απόβλητα, από τις πλαστικές σακκούλες μέχρι τα ηλεκτρονικά και τοξικά απόβλητα, θα δημιουργήσουν σταδιακά μία ασφυξία, που τώρα δεν γίνεται ακόμη πλήρως ορατή, γιατί συχνά τα επιβαρύνονται οι φτωχές χώρες έναντι ανταλλαγμάτων, αλλά αυτό είναι απλώς μία επιμήκυνση του χρόνου εφησυχασμού των πλουσιότερων κρατών.
Ας προσθέσουμε σε όλα αυτά και πορίσματα τελευταίων πρωτοποριακών ερευνών σύμφωνα με τις οποίες οι τυφώνες (που μάλλον ενισχύονται και αυξάνονται από την κλιματική αλλαγή) φορτίζουν ηλεκτρικά τα σεισμογενή ρήγματα και μετά από λίγο χρόνο γίνονται σε αυτά σεισμοί όπως έγινε στην Αϊτή και σε άλλα μέρη που επλήγησαν από σεισμούς, αφού προηγουμένως είχαν σαρωθεί από τυφώνες[vi]. Επίσης να σημειώσουμε ότι τα φαινόμενα της αλλαγής κλίματος πλήττουν όχι μόνον τις γνωστές ευπαθείς περιοχές του κόσμου, αλλά και άλλες που μέχρι σήμερα ήταν ασφαλείς, όπως η Βραζιλία.[vii]
Το πρόβλημα βέβαια είναι περίπλοκο. Ένα τμήμα της παραγωγής αγαθών δεν υπήρξε αναγκαίο, αλλά ικανοποιούσε την τάση για υπερκατανάλωση του πλούσιου κόσμου. Όμως η αύξηση της τροφικής παραγωγής ήταν αναγκαία, για να αντιμετωπιστεί το διατροφικό πρόβλημα ενός εκρηκτικά αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, αν και από το άλλο μέρος δεν λήφθηκαν τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση των αιτίων της αύξησης αυτής και των άλλων προβλημάτων. Οι περισσότερο ευημερούσες κοινωνίες δεν παρουσιάζουν πληθυσμιακή έκρηξη, αλλά ταυτόχρονα οι πολίτες τους είναι περισσότερο ενημερωμένοι και απαιτητικοί σχετικά με τα δικαιώματά τους. Δεν μπορούμε λοιπόν από το ένα μέρος να ικανοποιούμαστε από κοινωνίες με υπανάπτυκτους θεσμούς επειδή ελέγχονται ευκολότερα και από το άλλο μέρος να αναρωτιόμαστε για την πληθυσμιακή αύξησή τους. Αλλά σε κάθε περίπτωση -και ανεξάρτητα από την αιτία- η Δύση ώφειλε να βοηθήσει τις κοινωνίες να βγουν από τη θεσμική ελλειμματικότητά τους και να γίνουν αυτοδύναμες και όχι εξαρτώμενες από τη φιλανθρωπία.
Οι εξουσίες και κυρίως η Δύση (γιατί είχε τη δυνατότητα θεσμικής κοινωνικής επιρροής), καθώς και το σοσιαλιστικό μπλοκ (που είχε όμοια δυνατότητα) επέλεξαν τον εύκολο και παροδικό δρόμο της επίκαιρης ανταγωνιστικής ιδεολογικής ισχύος, γιατί δεν είχαν ούτε αληθινό όραμα ούτε πολιτική βούληση να λύσουν πραγματικά ορισμένα προβλήματα. Και έτσι την ώρα της κρίσης το πιο εύκολο είναι να ρίχνουν κατηγορίες ο ένας στον άλλον.
Το βέβαιο είναι πως, πέρα από ιδεολογίες, το περιβαλλοντικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με τον υπερπληθυσμό, την συνεχή υλική ανάπτυξη, παραγωγή και κατανάλωση, τη φτώχεια, την κοινωνική διάσπαση, την ανισότητα και την απόκρυψη πληροφορίας[viii]. Η λύση ή οι λύσεις θα απαιτούσαν μία –ανατρεπτικά για το σύνηθες- ενημερωμένη και αποφασιστική κοινή γνώμη και ηθικά διαφορετικά πολιτικά σώματα, γιατί οι αληθινές λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικές, δηλαδή να σέβονται την ελευθερία, την ισότητα και τη λογική και να προωθούν την αβλάβεια του ενός απέναντι στον άλλον (ατομικά και ομαδικά)[ix].
Οι άνθρωποι αναρωτιούνται τι μπορεί να γίνει με τέτοια πληθώρα προβλημάτων και θεωρούν πως δεν μπορούν να αντέξουν την ευθύνη για τη λύση όλων. Όμως αν πρόκειται να λύσουν πραγματικά έστω και ένα από αυτά τα παγκόσμια προβλήματα, θα πρέπει να αποδεχθούν δύο γεγονότα:
(α) Πως τα προβλήματα μόνον παγκόσμια μπορούν να λυθούν πλέον και πως γι’ αυτό είναι αναγκαία η αναγνώριση της ύπαρξης της μιας ανθρωπότητας με γενικά όμοιους στόχους και ανάγκες και της ταυτόχρονης ύπαρξης των πολλών λαών, εθνών και άλλων υποδιαιρέσεών της. Το κλίμα και το περιβάλλον από ένα σημείο και μετά δεν γνωρίζουν όρια διοικητικά. Αν αυτά τα δύο (ανθρωπότητα και έθνη ή κράτη) δεν μπορούν να συνθεθούν ελεύθερα και συνεργατικά, τότε δεν υπάρχει λύση. Η παγκόσμια διαβούλευση πρέπει να γίνεται σε τέτοια συνθετική βάση και όχι να είναι απλώς μία συνάντηση ισχύος των μερών.
(β) Πως η λύση θα είναι κοινή για όλα, γιατί όλες οι κατάλληλες λύσεις απαιτούν τελικά μία διαφορετική αντίληψη και τρόπο ζωής που, αν επιλεγεί, θα αλλάξει αναπόφευκτα όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το βασικό πρόβλημα όμως είναι πως οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις τους δεν θέλουν πραγματική λύση, αλλά απλώς να αποφύγουν τα αποτελέσματα των επιλογών τους. Αυτή είναι η απλή και δραματική πραγματικότητα και δεν φαίνεται πως επίκειται άμεσα και έγκαιρα η ανατροπή αυτής της αλήθειας.
http://www.koutipandoras.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου